βάρβιτος (ο και η) και "βάρβιτον" Λεγόταν επίσης "βάρμος"ή "βάρμυτος":αρχαίο πολύχορδο όργανο παρεμφερές προς τη λύρα, που ανήκε στην κατηγορία των κρουομένων (Πολυδεύκης "Ονομαστικόν"Δ 58-59). Κατά μεν τον Πίνδαρο, εφευρέθηκε από τον Τέρπανδρο, που το χρησιμοποιούσε στα συμπόσια (Αθήναιος Β-Δ 14), κατά δε τον Νεάνθη (Αθήναιος Ε 4), από τον Ανακρέοντα. Πιθανολογείται ότι ήταν όργανο πολύχορδο:"βάρβιτος [ες πολύχορδον" (Θεόκριτος 16, 45) και ότι είχε βαθύτερο ήχο από την πηκτίδα. Ως προς την ετυμολογία, το όνομά της προέρχεται μάλλον (Η. Stephanus) εκ του βαρύμιτος (βαρύς:χαμηλή, μίτος:χορδή). Ως προς το μέγεθός της, υποστηρίζεται είτε ότι ήταν μια μεγάλη λύρα είτε ότι ήταν η επιμήκης κομψή λύρα που εμφανίζεται σε ορισμένα αγγεία. Το βέβαιο είναι ότι ήταν στενότερη και επιμηκέστερη από τη λύρα (κατά συνέπεια θα διέθετε βαρύτερους και "ποιοτικότερους"φθόγγους από ό,τι αυτή). Δεν γνωρίζουμε επίσης πόσες ακριβώς χορδές είχε. Ο Αθήναιος όμως, (4,183 β) αναφερόμενος στην κωμωδία "Λυροποιός"του Αναξίλα, μεταφέρει την εξής πρόταση "[εγ`ω δ`ε βαρβίτους τριχόρδους, πηκτίδας, κιθάρας, λύρας σκινδαψο`υς [εξηρτυόμαν". Ο Meineke, κρίνοντας ότι το επίθετο "τριχόρδους"δεν άρμοζε στη βάρβιτο, το διόρθωσε σε "τρίχορδον"ή "τρίχορδα", με το σκεπτικό ότι αναφέρεται σε άλλο όργανο, που θα είχε 3 χορδές (Η. Stephanus). Πρόβλημα επίσης δημιούργησε η αρχαία έκφραση "]ο [αντίφθογγος ψαλμός, ]ο [?αδόμενος πρ`ος βάρβιτον"που πρόσφερε σε πολλούς την ευκαιρία να ισχυριστούν ότι η βάρβιτος συνόδευε το τραγούδι με τρόπο αντιστικτικό... Πάντως ο Αριστοτέλης την απορρίπτει, γιατί κατ' αυτόν απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία (Πολιτικά, 8, 6). Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς πάλι ("Ρωμαϊκή Αρχαιολογία"7, 72) διηγείται ότι στα χρόνια του η βάρβιτος στην Ελλάδα ήταν σε αχρηστία, ενώ στη Ρώμη "ευημερούσε"στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Σε μεταγενέστερες εποχές "βάρβιτος"ονομάστηκε αρχικά το λαούτο (αρχιλαούτο) και κατόπιν το τσέλο. `Ετσι, "βαρυβάρβιτος"ονομάστηκε το κοντραμπάσο. ,
|
|