δενδρυάζουσα όρος που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι του τραγουδιού (οι $φωνασκοί*φωνασκός|) για ένα ιδιαίτερο είδος τόνου (ίσως καλυμμένος, σκοτεινός κάπως τόνος φωνής, όπως προτείνεται από τον Ε. Κ. Borthwick). Αίλιος Διονύσιος, 119: "φωνήν τίνα καλούσιν οι φωνασκοί δενδρυάζουσαν". , όρος που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι του τραγουδιού (οι φωνασκοί) για ένα ιδιαίτερο είδος τόνου (ίσως καλυμμένος, σκοτεινός κάπως τόνος φωνής, όπως προτείνεται από τον Ε. Κ. Borthwick). Αίλιος Διονύσιος, 119: "φωνήν τίνα καλούσιν οι φωνασκοί δενδρυάζουσαν".
|
|