ο θορυβοποιός, αυτός που παράγει βαρύ και ισχυρό κρότο (Ευριπίδη "Φοίνισσες"183). Επίθετο για τον αυλό ή τα τύμπανα (Ευριπίδη "Βάκχες"156).