Βασίλης ο Αρβανίτης συμφωνικό ποίημα σε 11 εικόνες του Γ. Α. Παπαϊωάννου, εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Στράτη Μυριβήλη. "Ο σκληροτράχηλος Βασίλης (που όταν ήταν μικρός παλούκωσε ένα πελώριο φίδι κι όταν μεγάλωσε έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων) απαγορεύει τη διέλευση του Επιτάφιου και μαλιστα πυροβολεί εναντίον του ιερού σκηνώματος διασκορπίζοντας τη λιτανεία των πιστών. `Ομως πέφτει και σπάζει το πόδι του, μένοντας για πάντα σακάτης. `Ετσι αναγκάζεται να αυτοκτονήσει για να μην πέσει ανήμπορος στα χέρια των εχθρών του. Τον θάβουν, κατά την επιθυμία του, όρθιο...". Η πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε από την ΚΟΑ υπό τη διεύθυνση του Γ. Λυκούδη (12.5.1946). Ο Μίνως Δούνιας έγραψε για το έργο, μεταξύ άλλων, και τα εξής (2.8.1950):"Η μορφή του ανυπότακτου Βασίλη στα χέρια άλλου συνθέτου θα πυρπολούσε ίσως την ορχήστρα με τους κεραυνούς των κρουστών και των χαλκίνων. Ο Παπαϊωάννου όμως, γνωστός και από προηγούμενες συνθέσεις του ως ένας βαθύς ονειροπόλος, σοφός και ενδόμυχος καλλιτέχνης, προτιμά να φωτίζει τις πτυχές της αγιάτρευτης νοσταλγίας, που, κρυμμένη κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, είναι και η αληθινή τους υπόστασις. Ο θερμός λυρισμός του σπανίως παρουσιάζει ζωηρές εκλάμψεις παρά μόνο ως λογικό αποκορύφωμα αναπότρεπτης ηχητικής εξελίξεως. Φλογισμένος, υποθρώσκει αυτός ο λυρισμός του πότε σε μια νοσταλγική μελωδία στις βιόλες, πότε σε μια κρυμμένη μεσαία φωνή στο κλαρίνο, στο κόρνο ή σε μια μισοσβησμένη ανάμνηση στην σάλπιγγα. Μια επική, ήρεμη και επιβλητική μεγαλοπρέπεια καλύπτει το ωραίο συμφωνικό ποίημα του Παπαϊωάννου. Το έργο σβήνει μακριά από τον συνηθισμένο καταληκτικό στόμφο, απλά και ήρεμα σαν μακρινό τραγούδι στη σιωπή". ,
|
|