διάζευξις όρος που καθόριζε το χώρισμα δύο $τετραχόρδων*τετράχορδον|, δηλ. όταν ένας ολόκληρος τόνος χώριζε το τέλος ενός τετραχόρδου από την αρχή του επόμενου:
mi-re-do-si - la-sol-fa-mi ή mi-fa-sol-la - si-do-re-mi
Οι διαζεύξεις ήταν δύο: (α) ανάμεσα στο τετράχορδο μέσων και το τετράχορδο διεζευγμένων, δηλ. ανάμεσα στη $μέση* και την $παραμέση* (la- si):
(β) ανάμεσα στο τετράχορδο συνημμένων και το τετράχορδο υπερβολαίων, δηλ. ανάμεσα στη $νήτη* συνημμένων (re) και τη $νήτη* διεζευγμένων (mi) (πρβ. Βακχ. Εισ. 39, Mb 10):
Βλ. επίσης τα λ. $υποδιάζευξις*, $παραδιάζευξις* και $υπερδιάζευξις*. , όρος που καθόριζε το χώρισμα δύο τετραχόρδων, δηλ. όταν ένας ολόκληρος τόνος χώριζε το τέλος ενός τετραχόρδου από την αρχή του επόμενου: mi-re-do-si - la-sol-fa-mi ή mi-fa-sol-la - si-do-re-mi
Οι διαζεύξεις ήταν δύο: (α) ανάμεσα στο τετράχορδο μέσων και το τετράχορδο διεζευγμένων, δηλ. ανάμεσα στη μέση και την παραμέση (la- si):
(β) ανάμεσα στο τετράχορδο συνημμένων και το τετράχορδο υπερβολαίων, δηλ. ανάμεσα στη νήτη συνημμένων (re) και τη νήτη διεζευγμένων (mi) (πρβ. Βακχ. Εισ. 39, Mb 10):
Βλ. επίσης τα λ. υποδιάζευξις, παραδιάζευξις και υπερδιάζευξις.
|
|