βέρσο τμήμα του τραγουδιού ή του μουσικού κομματιού στο οποίο ο εκτελεστής οργάνου "απαγγιστρώνεται"από τη στερεότυπη μελωδική του γραμμή και αυτοσχεδιάζει. Εδώ είναι η ευκαιρία για το χορευτή να χορέψει "στον τόπο". Το βέρσο διαφέρει από το ταξίμι αφ' ενός στο ότι είναι ρυθμικό αφ' ετέρου στο ότι είναι παρεμβαλλόμενο και ποτέ εισαγωγικό. ,
|
|