διάτορος ήχος διαπεραστικός· επίσης, οξύς, πολύ ψηλός ήχος. $Σούδα*: "διά τορον, εξάκουστον, οξύτερον, μεγαλόφωνον" (διάτορον· ήχος που ακούεται με ευκρίνεια, πιο οξύς [ψηλός], ηχηρός).
, ήχος διαπεραστικός· επίσης, οξύς, πολύ ψηλός ήχος. Σούδα: "διά τορον, εξάκουστον, οξύτερον, μεγαλόφωνον" (διάτορον· ήχος που ακούεται με ευκρίνεια, πιο οξύς [ψηλός], ηχηρός).
|
|