δίαυλος ή δίδυμοι αυλοί· διπλός $αυλός*, δίδυμοι αυλοί. Ονομαζόταν επίσης δικάλαμος και δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί. Νόνν. [Διον. XI, 227-228]: "και Κλεόχου Βερέκυντες υπό στόμα δίζυγες αυλοί φρικτόν εμυκήσαντο Λίβυν γόον" (οι διπλοί Βερέκυντες [φρυγικοί] αυλοί στο στόμα του Κλέοχου αντήχησαν ένα αποτρόπαιο λιβυκό θρήνο).
Βλ. τα λ. $αυλός* και $δίζυγοι* ή δίζυγες αυλοί. , ή δίδυμοι αυλοί· διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Ονομαζόταν επίσης δικάλαμος και δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί. Νόνν. [Διον. XI, 227-228]: "και Κλεόχου Βερέκυντες υπό στόμα δίζυγες αυλοί φρικτόν εμυκήσαντο Λίβυν γόον" (οι διπλοί Βερέκυντες [φρυγικοί] αυλοί στο στόμα του Κλέοχου αντήχησαν ένα αποτρόπαιο λιβυκό θρήνο). Βλ. τα λ. αυλός και δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί.
Συν. δικάλαμος, δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί
|
|