διάψαλμα οργανικό ιντερλούντιο ανάμεσα σε δύο μέρη ενός φωνητικού (ή χορωδιακού) κομματιού. Η λ. διαψηλάφημα παράγεται από το ρ. διαψηλαφώ, εγγίζω. Η λ. διάψαλμα παράγεται από το διαψάλλω, που σήμαινε παίζω ένα έγχορδο με τα δάχτυλα (χωρίς πλήκτρο)· γι' αυτό ο όρος διάψαλμα πρέπει να ερμηνευτεί ιντερλούντιο στην $κιθάρα* ή άλλο έγχορδο όργανο· η ίδια άποψη ισχύει και για το διαψηλάφημα.
Ο $Ησύχιος* λέει ότι το διάψαλμα ήταν μια αλλαγή ή παραλλαγή της φωνητικής μελωδίας ή του ρυθμού ("μουσικού μέλους ή ρυθμού... εναλλαγή"). Επίσης, η $Σούδα* λέει "μέλους εναλλαγή".
Ο Ανώνυμος Bell. 22, 3, ονομάζει διαψηλαφήματα τα ακανόνιστα μέλη που εκτελούνται σε όργανα.
Βλ. τα λ. $κεχυμένα* μέλη και $διαύλιον*. , οργανικό ιντερλούντιο ανάμεσα σε δύο μέρη ενός φωνητικού (ή χορωδιακού) κομματιού. Η λ. διαψηλάφημα παράγεται από το ρ. διαψηλαφώ, εγγίζω. Η λ. διάψαλμα παράγεται από το διαψάλλω, που σήμαινε παίζω ένα έγχορδο με τα δάχτυλα (χωρίς πλήκτρο)· γι' αυτό ο όρος διάψαλμα πρέπει να ερμηνευτεί ιντερλούντιο στην κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο· η ίδια άποψη ισχύει και για το διαψηλάφημα. Ο Ησύχιος λέει ότι το διάψαλμα ήταν μια αλλαγή ή παραλλαγή της φωνητικής μελωδίας ή του ρυθμού ("μουσικού μέλους ή ρυθμού... εναλλαγή"). Επίσης, η Σούδα λέει "μέλους εναλλαγή". Ο Ανώνυμος Bell. 22, 3, ονομάζει διαψηλαφήματα τα ακανόνιστα μέλη που εκτελούνται σε όργανα. Βλ. τα λ. κεχυμένα μέλη και διαύλιον.
Συν. διαψηλάφημα
|
|