βούκινο σάλπιγγα, είδος σάλπιγγας (από την αρχαία ελληνική βυκάνη, που έγινε λατινικά buccina). Oι Βυζαντινοί με καθένα από τα ονόματα "βούκινο", "βύκινο", "τούβα", "τουβάκιο", "τουβάριο"και "ταυραία"υποδήλωναν και ιδιαίτερο είδος σάλπιγγας (πάντως η διαφορά μεταξύ "βούκινου και "τούβας"ήταν ελάχιστη). Ο ήχος της "ταυραίας"ήταν βαθύς (όμοιος με φωνή ταύρου), ενώ ο ήχος των υπολοίπων ήταν οξύτερος. Στο "Στρατηγικόν"του Μαυρίκιου (6ος αι.) η "τούβα"αναφέρεται ως "μικρό βούκινο". Φαίνεται ότι αργότερα αυτή η διαφορά εξέλιπε, γιατί στην "Τακτική"του Λέοντα ΣΤ' (9ος αι.) αναγράφεται:"τούβα ην λέγουσιν ο]ι ν~υν βούκινον". Στην "Τακτική"(Ανώνυμος, 10ος αι.) αναγράφονται και σάλπιγγες:"Το~υ στρατοπέδου.....μικρ`ον τι πρ`ος τ~ης α[υγ~ης [ηχείτωσαν α]ι σάλπιγγες, ινα πρ`ος τ`ο [οδοιπορε~ιν απαντες ε[υτρεπίζωνται". Στη δε "Τακτική"του Κωνσταντίνου Η' (αρχές 11ου αι.) αναφέρονται αδιακρίτως "βύκινα μικρ`α κα`ι μεγάλα". Αντιθέτως, η διαφορά μεταξύ "βούκινου"και "ταυραίας"διατηρήθηκε πάντοτε. Ο Λέων ΣΤ' ("Τακτική"Ζ', 68), γράφει ότι ο διοικητής "σημαίνει {η βουκίν?ω {η ταυραί?α". Γνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι σάλπιγγες κατασκευάζονταν από χαλκό, εν τούτοις ο Προκόπιος (6ος αι.) αναφέρει ότι οι μεν σάλπιγγες του πεζικού κατεσκευάζονταν "[εκ παχέος τιν`ος χαλκο~υ", οι δε του ιππικού "[εκ βύρσης τε κα`ι ξύλου ]υπεράγαν λεπτο~υ". Φαίνεται ότι εδώ πρόκειται για ιδιαίτερο όργανο που αργότερα εγκαταλείφθηκε, γιατί πουθενά δεν υπάρχει παρόμοια μαρτυρία. Σύμφωνα με στοιχεία του στρατηγού Ν.Θ. Καλομενόπουλου, η χρήση της σάλπιγγας στον βυζ. στρατό ήταν ευρύτατη, καλύπτοντας κάθε του εκδήλωση.`Ομως στη μάχη, μολονότι κάθε τάγμα είχε 2 σαλπιγκτές, για να μη γίνεται σύγχυση σάλπιζε μόνο ο ένας:αυτός που βάδιζε στο πλευρό του στρατηγού (που, ως γνωστόν, βρισκόταν στο κέντρο της παράταξης). Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις (εδαφικές ανώμαλίες, ισχυρός άνεμος, ραγδαία βροχή, θόρυβος ποταμού, κ.λπ.) επιτρεπόταν (έως επιβαλλόταν) η χρήση τριών σαλπίγγων (μία τοποθετημένη στο κέντρο και ανά μία στις πτέρυγες). Η έφοδος γινόταν πάντα υπό τον ήχο των σαλπίγγων, των τυμπάνων και των κυμβάλων. Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος γράφει ότι, όταν ο Τσιμισκής συνάντησε στον Αίμο τους Ρώσους, πραγματοποίησε άμεση επίθεση εναντίον τους, διατάζοντας "τ`ας σάλπιγγας τ`ο [ενυάλιον [επηχε~ιν, [αλαλάζειν τε τ`α κύμβαλα κα`ι τ`α τύμπανα παταγε~ιν...". Σήμερα η λέξη βούκινο εννοεί ένα μεγάλο κογχύλι ("μπουρού"), που του ανοίγουν στην αιχμηρή του άκρη μια τρύπα (συνήθως οι ναυτικοί) κι όταν το φυσούν παράγεται βροντερός ήχος (βλ. και εγκεραύλης). H χρησιμοποίηση αυτού του κογχυλιού (κόχλου) ανάγεται στους μυθικούς χρόνους και αναφέρεται στον Ευριπίδη ("Ιφιγένεια εν Ταύροις", 303):"Κόχλους τε φυσ~ων συλλέγων τ' [εγχωρίους". ,
|
|