δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί· διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Η λ. δίζυξ σήμαινε ζευγαρωμένος με έναν άλλο, επομένως διπλός. Νόννος (Διονυσιακά VΙΙΙ, 17): "ει κτύπος ουρεσίφοιτος ακούετο δίζυγος αυ λού..." (αν ακουγόταν ο βουνίσιος τόνος του δίαυλου).
Βλ. τα λ. $δίαυλος* και $αυλός*.
Σημ. Στον εν. διζυγής, δίζυγος και δίζυξ· έχουν και τα τρία την ίδια σημασία.
Δίζυξ χαλκός· ζευγάρι κυμβάλων (πιάτα, piatti) ή καστανιέτες.
, ή δίζυγες αυλοί· διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Η λ. δίζυξ σήμαινε ζευγαρωμένος με έναν άλλο, επομένως διπλός. Νόννος (Διονυσιακά VΙΙΙ, 17): "ει κτύπος ουρεσίφοιτος ακούετο δίζυγος αυ λού..." (αν ακουγόταν ο βουνίσιος τόνος του δίαυλου). Βλ. τα λ. δίαυλος και αυλός. Σημ. Στον εν. διζυγής, δίζυγος και δίζυξ· έχουν και τα τρία την ίδια σημασία. Δίζυξ χαλκός· ζευγάρι κυμβάλων (πιάτα, piatti) ή καστανιέτες.
|
|