Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

διθύραμβος

λυρικό τραγούδι ενθουσιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν του Διόνυσου· το θέμα του ήταν αρχικά η γέννηση του Βάκχου, αλλά αργότερα το πλαίσιο έγινε πλατύτερο. Η λέξη διθύραμβος εμφανίζεται για πρώτη φορά σ' ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου (Bergk PLG II, απόσπ. 76 [38], σ. 404, και Α. Diehl Anthol. Lyr. Gr. απόσπ. 77, σ. 233): "ως Διώνυσ' άνακτος καλόν. εξάρξαι μέλος οίδα διθύραμβον" (γιατί ξέρω να αρχίσω το ωραίο τραγούδι του άνακτα Διόνυσου, το διθύραμβο· Αθήν. ΙΔ', 628Α, 24). Το ρ. διθυραμβώ = τραγουδώ διθυράμβους· στο ίδιο: "οι παλαιοί σπένδοντες ουκ αιεί διθυραμβού σι" (οι αρχαίοι δεν τραγουδούν πάντα διθυράμβους όταν κάνουν σπονδές). Στην αρχή ο διθύραμβος αυτοσχεδιαζόταν κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων τελετών του Διόνυσου στην Αττική, Σικυώνα, Κόρινθο και αλλού. Ο $Αρίων* ήταν ο πρώτος που ρύθμισε το διθύραμβο σε στροφές και αντιστροφές, χορωδίες και σόλι (των $χορηγών*χορηγός| ή $κορυφαίων*κορυφαίος|)· βλ. λ. $αναβολή*. Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ο Πρόκλος (Χρηστομ. XII) ισχυρίζεται ότι ο διθύραμβος πήρε το όνομά του από τον "Διθύραμβο" Διόνυσο· το επίθετο "Διθύραμβος" δόθηκε στον Διόνυσο γιατί γεννήθηκε δύο φορές, μία από τη Σεμέλη και δεύτερη φορά από το μηρό του Δία. Άλλη υπόθεση ήταν ότι η λέξη προήλθε από το: δις + θύρα + βαίνω. Ο ποιητής-συνθέτης διθυράμβων ονομαζόταν διθυραμβοποιός και διθυραμβογράφος, και η τέχνη της σύνθεσης διθυράμβων, διθυραμβοποιητική. Το ποιητικό είδος του διθυράμβου λεγόταν διθυραμβικόν είδος, καθώς και διθυραμβική ποίησις. Διθυραμβοδιδάσκαλος ήταν ο διθυραμβικός ποιητής που γύμναζε τον δικό του χορό. Βιβλιογραφία: Ο. Crusius, "Dithyrambos", Pauly RE V (IX), 1903, στήλ. 1203-1230. Helmut Schonewolf, Der jungattische Dithyrambos, Gnessen. 1938. Sir Arthur W. Pickard-Cambridge, Dithyramb, Tragedy and Comedy, Οξφόρδη 1927.

, λυρικό τραγούδι ενθουσιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν του Διόνυσου· το θέμα του ήταν αρχικά η γέννηση του Βάκχου, αλλά αργότερα το πλαίσιο έγινε πλατύτερο. Η λέξη διθύραμβος εμφανίζεται για πρώτη φορά σ' ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου (Bergk PLG II, απόσπ. 76 [38], σ. 404, και Α. Diehl Anthol. Lyr. Gr. απόσπ. 77, σ. 233): "ως Διώνυσ' άνακτος καλόν. εξάρξαι μέλος οίδα διθύραμβον" (γιατί ξέρω να αρχίσω το ωραίο τραγούδι του άνακτα Διόνυσου, το διθύραμβο· Αθήν. ΙΔ', 628Α, 24). Το ρ. διθυραμβώ = τραγουδώ διθυράμβους· στο ίδιο: "οι παλαιοί σπένδοντες ουκ αιεί διθυραμβού σι" (οι αρχαίοι δεν τραγουδούν πάντα διθυράμβους όταν κάνουν σπονδές). Στην αρχή ο διθύραμβος αυτοσχεδιαζόταν κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων τελετών του Διόνυσου στην Αττική, Σικυώνα, Κόρινθο και αλλού. Ο Αρίων ήταν ο πρώτος που ρύθμισε το διθύραμβο σε στροφές και αντιστροφές, χορωδίες και σόλι (των χορηγών ή κορυφαίων)· βλ. λ. αναβολή.



Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ο Πρόκλος (Χρηστομ. XII) ισχυρίζεται ότι ο διθύραμβος πήρε το όνομά του από τον "Διθύραμβο" Διόνυσο· το επίθετο "Διθύραμβος" δόθηκε στον Διόνυσο γιατί γεννήθηκε δύο φορές, μία από τη Σεμέλη και δεύτερη φορά από το μηρό του Δία. Άλλη υπόθεση ήταν ότι η λέξη προήλθε από το: δις + θύρα + βαίνω.



Ο ποιητής-συνθέτης διθυράμβων ονομαζόταν διθυραμβοποιός και διθυραμβογράφος, και η τέχνη της σύνθεσης διθυράμβων, διθυραμβοποιητική. Το ποιητικό είδος του διθυράμβου λεγόταν διθυραμβικόν είδος, καθώς και διθυραμβική ποίησις. Διθυραμβοδιδάσκαλος ήταν ο διθυραμβικός ποιητής που γύμναζε τον δικό του χορό.

Βιβλιογραφία:
Ο. Crusius, "Dithyrambos", Pauly RE V (IX), 1903, στήλ. 1203-1230.
Helmut Schonewolf, Der jungattische Dithyrambos, Gnessen. 1938.
Sir Arthur W. Pickard-Cambridge, Dithyramb, Tragedy and Comedy, Οξφόρδη 1927.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: