βυκάνη-βυκανητής αρχαίο ελλ. μουσικό όργανο, κατασκευασμένο αρχικά από κυρτό κωνοειδές κογχύλι. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από χοιροβοσκούς και ποιμένες. Κατόπιν χρησιμοποιήθηκε για τη συνεννόηση των ναυτικών. Επεκτάθηκε αργότερα στα στρατόπεδα, όπου εξελίχθηκε κατασκευαστικά και εμφανίστηκαν βυκάνες από επεξεργασμένο κόκκαλο ή και τεχνητές:από ξύλο και μέταλλο. Ο εκτελεστής τους λεγόταν "βυκανητής"ή "βυκανιστής"(Πολύβιος "Ιστορίαι", ΙΕ' 12,2 - Β' 29,6). Από τους `Ελληνες την κληρονόμησαν οι Ρωμαίοι και της εμπιστεύτηκαν ποικίλες στρατιωτικές χρήσεις (στην Ιστορία της Στρατηγικής αναφέρεται το "τέχνασμα του Σύλλα", που κάποια νύχτα μετακινήθηκε με τον στρατό του, αφήνοντας πίσω στο στρατόπεδο μονο τον βυκανιστή να σημαίνει κανονικά τα διάφορα νυχτερινά συνθήματα, παραπλανώντας και αιφνιδιάζοντας τον εχθρό). Αλλά και σε κηδείες, συμπόσια, θεάματα και στις συνελεύσεις των πολιτών γινόταν χρήση βυκάνης από τους Ρωμαίους, που την παρέδωσαν με τη σειρά τους στους Βυζαντινούς κι εκείνοι τη μετονόμασαν σε βούκινο. ,
|
|