δίσημος χρόνος· διπλός χρόνος· χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο χρόνο (αλλιώς, δύο φορές τη χρονική μονάδα, τον βραχύ χρόνο). Βλ. λ. $χρόνος*.
, χρόνος· διπλός χρόνος· χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο χρόνο (αλλιώς, δύο φορές τη χρονική μονάδα, τον βραχύ χρόνο). Βλ. λ. χρόνος.
|
|