δίχορδος (επίθ.)· με δύο χορδές. Σώπατρος: "δίχορδος πήκτις". Ο κωμικός Εύφρων σ' ένα σωζόμενο απόσπασμα, από την κωμωδία του Αδελφοί (Th. Kock CAF III, 318) λέει: "και προς το δίχορδον ετερέτιζες" (κελαηδούσες [μουρμουρίζοντας] με συνοδεία του διχόρδου). Στο απόσπασμα αυτό, το δίχορδον είναι ουσ. και αναφέρεται σ' ένα δίχορδο όργανο. , (επίθ.)· με δύο χορδές. Σώπατρος: "δίχορδος πήκτις". Ο κωμικός Εύφρων σ' ένα σωζόμενο απόσπασμα, από την κωμωδία του Αδελφοί (Th. Kock CAF III, 318) λέει: "και προς το δίχορδον ετερέτιζες" (κελαηδούσες [μουρμουρίζοντας] με συνοδεία του διχόρδου). Στο απόσπασμα αυτό, το δίχορδον είναι ουσ. και αναφέρεται σ' ένα δίχορδο όργανο.
Συν. δίχορδον
|
|