Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

δόναξ

(α) είδος μικρού λεπτού καλαμιού. Κομμάτια δόνακα χρησιμοποιούνταν μέσα στο ηχείο της λύρας για να υποβαστάζουν τη μεμβράνη (βλ. $λύρα*.): αυτός ο δόνακας ονομαζόταν δόναξ υπολύριος· Πολυδ. (IV, 62): "και δόνακα δέ τίνα υπολύριον οι κωμικοί ωνόμαζον, ως πάλαι αντί κεράτων υπότιθέμενον ταις λύραις" (και οι κωμικοί ονόμαζαν κάποιο δόνακα [καλάμι] υπολύριο, που τον παλιό καιρό τον τοποθετούσαν στις λύρες στη θέση των κεράτων). Και ο Αριστοφάνης μιλά γι' αυτό στους Βατράχους (232-233): "ένεκα δόνακος, όν υπολύριον ένυδρον εν λίμναις τρέφω" (εξαιτίας του υπολύριου δόνακα, που τρέφω στα νερά των λιμνών). (β) Το λεπτό καλάμι που, καθώς λέγεται, χρησίμευε για την κατασκευή $συρίγγων*σύριγξ|. Ευστ. (Παρεκβολαί... 1165, 23): "και δοκούσιν εκ δονάκων μεν σύριγγες γίγνεσθαι, αυλοί δε εκ καλάμων". Από δόνακα γίνονταν και οι αυλητικές $γλωσσίδες*γλωττίς| (βλ. λ. $κάλαμος*)· πρβ. Drachmann Schol. Pind. Carm. 12ος Πυθιόνικος (τόμ. II, σ. 268). (γ) δόναξ λεγόταν και η σύριγγα ή ποιμενικός αυλός. Ιμέριος (Λόγοι 15, 674): "αυλοίς επηχών ή δόναξι" (παίζοντας αυλούς ή δόνακες). Αθήν. (Γ', 90D): "οι δέ σωλήνες... προς τινων δε αυλοί και δόνακες" (και οι σωλήνες... που μερικοί ονόμαζαν αυλούς και δόνακες). Βλ. επίσης Ησ. στο λ. "δονάκων".

, (α) είδος μικρού λεπτού καλαμιού. Κομμάτια δόνακα χρησιμοποιούνταν μέσα στο ηχείο της λύρας για να υποβαστάζουν τη μεμβράνη (βλ. λύρα.): αυτός ο δόνακας ονομαζόταν δόναξ υπολύριος· Πολυδ. (IV, 62): "και δόνακα δέ τίνα υπολύριον οι κωμικοί ωνόμαζον, ως πάλαι αντί κεράτων υπότιθέμενον ταις λύραις" (και οι κωμικοί ονόμαζαν κάποιο δόνακα [καλάμι] υπολύριο, που τον παλιό καιρό τον τοποθετούσαν στις λύρες στη θέση των κεράτων).
Και ο Αριστοφάνης μιλά γι' αυτό στους Βατράχους (232-233): "ένεκα δόνακος, όν υπολύριον ένυδρον εν λίμναις τρέφω" (εξαιτίας του υπολύριου δόνακα, που τρέφω στα νερά των λιμνών).
(β) Το λεπτό καλάμι που, καθώς λέγεται, χρησίμευε για την κατασκευή συρίγγων. Ευστ. (Παρεκβολαί... 1165, 23): "και δοκούσιν εκ δονάκων μεν σύριγγες γίγνεσθαι, αυλοί δε εκ καλάμων". Από δόνακα γίνονταν και οι αυλητικές γλωσσίδες (βλ. λ. κάλαμος)· πρβ. Drachmann Schol. Pind. Carm. 12ος Πυθιόνικος (τόμ. II, σ. 268).
(γ) δόναξ λεγόταν και η σύριγγα ή ποιμενικός αυλός. Ιμέριος (Λόγοι 15, 674): "αυλοίς επηχών ή δόναξι" (παίζοντας αυλούς ή δόνακες). Αθήν. (Γ', 90D): "οι δέ σωλήνες... προς τινων δε αυλοί και δόνακες" (και οι σωλήνες... που μερικοί ονόμαζαν αυλούς και δόνακες).
Βλ. επίσης Ησ. στο λ. "δονάκων".





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: