δύσαυλος γεν. φιλονικία· στη μουσική αποτυχημένος διαγωνισμός $αυλού*αυλός| (LSJ)· "δύσαυλος έρις", αγώνας αυλών που καταλήγει σε αποτυχία (Δημ.).
, γεν. φιλονικία· στη μουσική αποτυχημένος διαγωνισμός αυλού (LSJ)· "δύσαυλος έρις", αγώνας αυλών που καταλήγει σε αποτυχία (Δημ.).
|
|