δυσηχής αυτός που ηχεί δυσάρεστα· σώμα που παράγει έναν ήχο που μόλις ακούγεται, εξαιτίας του πάχους του. Ησ.: "$νάβλας*, είδος οργάνου μουσικού δυσηχούς".
, αυτός που ηχεί δυσάρεστα· σώμα που παράγει έναν ήχο που μόλις ακούγεται, εξαιτίας του πάχους του. Ησ.: "νάβλας, είδος οργάνου μουσικού δυσηχούς".
|
|