εγκεραύλης ο αυλητής που έπαιζε σ' ένα $δίαυλο*δίαυλος| φρυγικό, τον λεγόμενο $έλυμο*έλυμος|.
Ησ.: "ο Φρυγίοις αυλών έχει γαρ ο αριστερός προκείμενον κέρας" (ο εκτελεστής στον φρυγικό δίαυλο, του οποίου ο αριστερός αυλός έχει στο τέλος ενα κεράτινο άνοιγμα [καμπάνα] που προεξέχει). Κατά τον Ησύχιο εγκεραυλώ σήμαινε "παίζω τον φρυγικό αυλό" (δίαυλο). , ο αυλητής που έπαιζε σ' ένα δίαυλο φρυγικό, τον λεγόμενο έλυμο. Ησ.: "ο Φρυγίοις αυλών έχει γαρ ο αριστερός προκείμενον κέρας" (ο εκτελεστής στον φρυγικό δίαυλο, του οποίου ο αριστερός αυλός έχει στο τέλος ενα κεράτινο άνοιγμα [καμπάνα] που προεξέχει). Κατά τον Ησύχιο εγκεραυλώ σήμαινε "παίζω τον φρυγικό αυλό" (δίαυλο).
|
|