εκλάκτισμα είδος γυναικείου $χορού*χορός|, κατά τον οποίο οι χορεύτριες (ορχηστρίδες) τίναζαν τα πόδια ψηλά, πάνω από τους ώμους. Πολυδ. (IV, 102): "τα δε εκλακτίσματα, γυναικός ήν ορχήματα· έδει γαρ υπέρ τον ώμον εκλακτίσαι" (τα εκλακτίσματα ήταν γυναικείοι χοροί· [ονομάζονταν έτσι] γιατί έπρεπε να εκτινάξουν [τα πόδια] πάνω από τον ώμο). Ο $Ησύχιος* καθορίζει τον εκλακτισμό "έντονο σχήμα χορού" (φιγούρα χορευτική). , είδος γυναικείου χορού, κατά τον οποίο οι χορεύτριες (ορχηστρίδες) τίναζαν τα πόδια ψηλά, πάνω από τους ώμους. Πολυδ. (IV, 102): "τα δε εκλακτίσματα, γυναικός ήν ορχήματα· έδει γαρ υπέρ τον ώμον εκλακτίσαι" (τα εκλακτίσματα ήταν γυναικείοι χοροί· [ονομάζονταν έτσι] γιατί έπρεπε να εκτινάξουν [τα πόδια] πάνω από τον ώμο). Ο Ησύχιος καθορίζει τον εκλακτισμό "έντονο σχήμα χορού" (φιγούρα χορευτική).
|
|