Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

εκμελής

αντίθετος προς τους νόμους του $μέλους*μέλος|· εκείνος που παραβιάζει αυτούς τους νόμους· κακόηχος· μη μελωδικός. Ο εκμελής (μη μελωδικός) πρέπει να διακρίνεται από τον $αμελώδητον*αμελώδητος|, που σήμαινε εκείνον που δεν μπορεί να τραγουδηθεί, λ.χ. ένα πολύ μικρό διάστημα. Ο Τίμαιος ο Λοκρός (101Β) λέει: "α δε άτακτος τε και άλογος [φωνή] εκμελής τε και ανάρμοστος" (η άρρυθμη και ακανόνιστη [φωνή] είναι αντιμελωδική και παράφωνη). Εκμελώς, επίρρ., με τρόπο αντίθετο προς τους νόμους του μέλους ή που τους παραβιάζει. Εκμελές, η ιδιότητα του να είναι έξω από τους νόμους του μέλους· αταίριαστο μελωδικά· αντιμελωδικό. Βλ. Αριστόξ. (Αρμον. ΙΙ, 36, 27 και 37, 2 Mb) Κατά τον Πτολεμαίο (Αρμον. I, iv, 7) εκμελή ήταν τα διαστήματα της 7ης (μεγάλης και μικρής), της 6ης (μεγάλης και μικρής) και το τρίτονο με την αναστροφή του, τη "μικρή" (ελάσσονα) ή "μη καθαρή" 5η. Πρβ. λ. $εμμελής*.

, αντίθετος προς τους νόμους του μέλους· εκείνος που παραβιάζει αυτούς τους νόμους· κακόηχος· μη μελωδικός. Ο εκμελής (μη μελωδικός) πρέπει να διακρίνεται από τον αμελώδητον, που σήμαινε εκείνον που δεν μπορεί να τραγουδηθεί, λ.χ. ένα πολύ μικρό διάστημα.
Ο Τίμαιος ο Λοκρός (101Β) λέει: "α δε άτακτος τε και άλογος [φωνή] εκμελής τε και ανάρμοστος" (η άρρυθμη και ακανόνιστη [φωνή] είναι αντιμελωδική και παράφωνη).
Εκμελώς, επίρρ., με τρόπο αντίθετο προς τους νόμους του μέλους ή που τους παραβιάζει.
Εκμελές, η ιδιότητα του να είναι έξω από τους νόμους του μέλους· αταίριαστο μελωδικά· αντιμελωδικό.
Βλ. Αριστόξ. (Αρμον. ΙΙ, 36, 27 και 37, 2 Mb)
Κατά τον Πτολεμαίο (Αρμον. I, iv, 7) εκμελή ήταν τα διαστήματα της 7ης (μεγάλης και μικρής), της 6ης (μεγάλης και μικρής) και το τρίτονο με την αναστροφή του, τη "μικρή" (ελάσσονα) ή "μη καθαρή" 5η.
Πρβ. λ. εμμελής.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: