Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

εμβατήριος

αυλός· ο $αυλός* που έπαιζε το $εμβατήριο μέλος*εμβατήριον|· επίσης, ο αυλός που συνόδευε το $προσόδιον*. Πολυδ. (IV, 82): "ένιοι δε και εμβατηρίους αυλούς ωνόμαζον τους επί τοις προσοδίοις" (μερικοί ονόμαζαν και εμβατήριους αυλούς εκείνους που χρησιμοποιούσαν στα προσόδια).

, αυλός· ο αυλός που έπαιζε το εμβατήριο μέλος· επίσης, ο αυλός που συνόδευε το προσόδιον. Πολυδ. (IV, 82): "ένιοι δε και εμβατηρίους αυλούς ωνόμαζον τους επί τοις προσοδίοις" (μερικοί ονόμαζαν και εμβατήριους αυλούς εκείνους που χρησιμοποιούσαν στα προσόδια).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: