εμπνευστά και εμπνευστικά· πνευστά όργανα. Επίσης, επιπνεόμενα. Πολυδ. (IV, 67): "Περί εμπνευστών οργάνων. Τα δε επιπνεόμενα όργανα το μεν σύμπαν, αυλοί και σύριγγες" (Για τα πνευστά όργανα· αυτά τα επιπνεόμενα είναι στο σύνολό τους $αυλοί*αυλός| και $σύριγγες*σύριγξ|).
Τα πνευστά όργανα σε χρήση στην αρχαία Ελλάδα, εκτός από τη $σάλπιγγα*σάλπιγξ| και τα $κέρατα*κέρας| ($βυκάνες*βυκάνη| κτλ.), που δεν χρησιμοποιούνταν για καθαρά μουσικούς σκοπούς, μπορούσαν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες· σε όσα είχαν $γλωσσίδα*γλωττίς| και σε όσα έβγαζαν τον ήχο με κατευθείαν φύσημα, χωρίς γλωσσίδα.
Οι αρχαίοι συγγραφείς γενικά χρησιμοποιούσαν για την πρώτη τάξη τη λέξη "$αυλός*" και για τη δεύτερη τη λέξη "$σύριγξ*". Όλες οι ιδιαίτερες παραλλαγές των οργάνων αυτών εξετάζονται σε χωριστά λήμματα· πρβ. τα λ. $αυλός*, $βόμβυξ*, $βώριμος*, $δακτυλικός*, $δίζυγοι αυλοί*δίζυγοι|, $έλυμος*, $εμβατήριος αυλός*εμβατήριος|, $γίγγρας*, $θήρειος*, $θρηνητικός*, ιππόφορβος, ιόβας, $κάλαμος*, $λίβυς αυλός*, $μάγαδις*, $μόναυλος*, $νίγλαρος*, $παιδικοί αυλοί*παιδικός|, $παρθένιοι*παρθένιος|, $πλαγίαυλος*, $σύριγξ*, $τιτύρινος αυλός*τιτύρινος|, $τυρρηνός αυλός*Τυρρηνός|, $φώτιγξ*.
Για βιβλιογραφία βλ. τα λ. $αυλός* και $μουσική*. , και εμπνευστικά· πνευστά όργανα. Επίσης, επιπνεόμενα. Πολυδ. (IV, 67): "Περί εμπνευστών οργάνων. Τα δε επιπνεόμενα όργανα το μεν σύμπαν, αυλοί και σύριγγες" (Για τα πνευστά όργανα· αυτά τα επιπνεόμενα είναι στο σύνολό τους αυλοί και σύριγγες). Τα πνευστά όργανα σε χρήση στην αρχαία Ελλάδα, εκτός από τη σάλπιγγα και τα κέρατα (βυκάνες κτλ.), που δεν χρησιμοποιούνταν για καθαρά μουσικούς σκοπούς, μπορούσαν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες· σε όσα είχαν γλωσσίδα και σε όσα έβγαζαν τον ήχο με κατευθείαν φύσημα, χωρίς γλωσσίδα. Οι αρχαίοι συγγραφείς γενικά χρησιμοποιούσαν για την πρώτη τάξη τη λέξη "αυλός" και για τη δεύτερη τη λέξη "σύριγξ". Όλες οι ιδιαίτερες παραλλαγές των οργάνων αυτών εξετάζονται σε χωριστά λήμματα· πρβ. τα λ. αυλός, βόμβυξ, βώριμος, δακτυλικός, δίζυγοι αυλοί, έλυμος, εμβατήριος αυλός, γίγγρας, θήρειος, θρηνητικός, ιππόφορβος, ιόβας, κάλαμος, λίβυς αυλός, μάγαδις, μόναυλος, νίγλαρος, παιδικοί αυλοί, παρθένιοι, πλαγίαυλος, σύριγξ, τιτύρινος αυλός, τυρρηνός αυλός, φώτιγξ.
Για βιβλιογραφία βλ. τα λ. αυλός και μουσική.
|
|