Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

ενάρμοσις

(από το εναρμονίζω η εναρμόττω = κουρζίδω ένα όργανο σε μια ορισμένη αρμονία· ιδιαίτερα το μέσο εναρμόττομαι· πρβ. Αριστοφ. Ιππής 989)· κούρδισμα ενός οργάνου σε μια ορισμένη αρμονία. ενάρμοστος, επίθ, αρμονικός, σύμφωνος (Δημ., LSJ). Βλ. τα λ. $αρμονία* και $εναρμόνιον γένος*εναρμόνιον| (Σημ.).

, (από το εναρμονίζω η εναρμόττω = κουρζίδω ένα όργανο σε μια ορισμένη αρμονία· ιδιαίτερα το μέσο εναρμόττομαι· πρβ. Αριστοφ. Ιππής 989)· κούρδισμα ενός οργάνου σε μια ορισμένη αρμονία.
ενάρμοστος, επίθ, αρμονικός, σύμφωνος (Δημ., LSJ).
Βλ. τα λ. αρμονία και εναρμόνιον γένος (Σημ.).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: