Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

έναυλος κιθάρισις

· παίξιμο $κιθάρας*κιθάρα| με συνοδεία $αυλού*αυλός|. Σύμφωνα με τον Φιλόχορο (FHG Ι, 395, απόσπ. 66, και Αθήν ΙΔ', 637F, 42), η έναυλος κιθάρισις εισάχθηκε πρώτα από τη Σχολή του $Επίγονου*Επίγονος|: "Λύσανδρος ο Σικυώνιος [φησί Φιλόχορος] πρώτος μετέστησε... και την έναυλον κιθάρισιν, ή πρώτοι οι περί Επίγονον εχρήσαντο" (ο Λύσανδρος ο Σικυώνιος [λέει ο Φιλόχορος] ήταν ο πρώτος που θέσπισε και την έναυλο κιθάριση, που την είχαν καθιερώσει πρώτοι οι Επιγόνειοι.) Σημείωση: Η λέξη έναυλος μεταφορικά σήμαινε εκείνο που ηχούσε όπως ο αυλός, είχε δηλαδή καθαρό και ζωηρό ήχο σαν του αυλού. Η έναυλος κιθάρισις στο παραπάνω απόσπασμα του Φιλόχορου μεταφράζεται από μερικούς μελετητές "αυτό τον ήχο, τόνο, που ήταν σαν του αυλού" [δηλ. αρμονικό, φλαουτάτο]. Άλλοι, ωστόσο, ερμηνεύουν τον όρο περίπου όπως εμείς πιο πάνω· πρβ. Gev. ΙΙ σ. 359: "musique de cithare accompagnee d'un instrument a vent" (μουσική κιθάρας συνοδευμένη από ενα πνευστό όργανο)· ο Reinach, La mus. gr. 144, το ερμηνεύει: "ντούο αυλού και κιθάρας" ("duo d'aulos et de cithare"). έναυλος λόγος, ένηχος· λόγος, λέξη που ήχει καθαρά, ευκρινώς, σαν ήχος αυλού. Πρβ. Τίμαιος ο Σοφιστής από κείμενο του Πλάτωνα: C. Fr. Hermann, Appendix Platonica, T., 1920, σ. 399.

, · παίξιμο κιθάρας με συνοδεία αυλού. Σύμφωνα με τον Φιλόχορο (FHG Ι, 395, απόσπ. 66, και Αθήν ΙΔ', 637F, 42), η έναυλος κιθάρισις εισάχθηκε πρώτα από τη Σχολή του Επίγονου: "Λύσανδρος ο Σικυώνιος [φησί Φιλόχορος] πρώτος μετέστησε... και την έναυλον κιθάρισιν, ή πρώτοι οι περί Επίγονον εχρήσαντο" (ο Λύσανδρος ο Σικυώνιος [λέει ο Φιλόχορος] ήταν ο πρώτος που θέσπισε και την έναυλο κιθάριση, που την είχαν καθιερώσει πρώτοι οι Επιγόνειοι.)

Σημείωση: Η λέξη έναυλος μεταφορικά σήμαινε εκείνο που ηχούσε όπως ο αυλός, είχε δηλαδή καθαρό και ζωηρό ήχο σαν του αυλού.

Η έναυλος κιθάρισις στο παραπάνω απόσπασμα του Φιλόχορου μεταφράζεται από μερικούς μελετητές "αυτό τον ήχο, τόνο, που ήταν σαν του αυλού" [δηλ. αρμονικό, φλαουτάτο]. Άλλοι, ωστόσο, ερμηνεύουν τον όρο περίπου όπως εμείς πιο πάνω· πρβ. Gev. ΙΙ σ. 359: "musique de cithare accompagnee d'un instrument a vent" (μουσική κιθάρας συνοδευμένη από ενα πνευστό όργανο)· ο Reinach, La mus. gr. 144, το ερμηνεύει: "ντούο αυλού και κιθάρας" ("duo d'aulos et de cithare").
έναυλος λόγος, ένηχος· λόγος, λέξη που ήχει καθαρά, ευκρινώς, σαν ήχος αυλού.
Πρβ. Τίμαιος ο Σοφιστής από κείμενο του Πλάτωνα: C. Fr. Hermann, Appendix Platonica, T., 1920, σ. 399.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: