ακροατήριον το μέρος όπου γίνονταν διαλέξεις, μουσικές ή άλλες εκτελέσεις. Συνεκδοχικά, το κοινό που παρακολουθούσε μια ομιλία, μουσική, εκτέλεση κτλ. Πλούτ. (Περί του ακούειν 45F, 15): "οι δε τας ξένας φωνάς τοις ακροατηρίοις νυν επεισάγοντες ούτοι" (εκείνοι που σήμερα εισάγουν στα ακροατήρια παράξενες εκφράσεις).
, το μέρος όπου γίνονταν διαλέξεις, μουσικές ή άλλες εκτελέσεις. Συνεκδοχικά, το κοινό που παρακολουθούσε μια ομιλία, μουσική, εκτέλεση κτλ. Πλούτ. (Περί του ακούειν 45F, 15): "οι δε τας ξένας φωνάς τοις ακροατηρίοις νυν επεισάγοντες ούτοι" (εκείνοι που σήμερα εισάγουν στα ακροατήρια παράξενες εκφράσεις).
|
|