ένηχος εκείνος που έχει την ιδιότητα να παράγει ήχο. Ένηχα όργανα για μερικούς ήταν τα "πνευστά" και για άλλους τα "κρουστά" όργανα. Ο $Αθήναιος* λέει (ΙΔ', 636C, 38): "και άλλα πλείονα, τα μεν έγχορδα, τα δε ένηχα κατεσκεύαζον" (και πολλά άλλα [όργανα] κατασκεύαζαν, από τα οποία άλλα ήταν έγχορδα και άλλα ένηχα). Δύο από τους μεταφραστές, ο Gulick και ο Schweighauser, μεταφράζουν "κρουστά όργανα"· LSJ και Δημ.: "πνευστά όργανα".
Βλ. και Ανών. Bell. σημ. 17, σσ. 27-28. , εκείνος που έχει την ιδιότητα να παράγει ήχο. Ένηχα όργανα για μερικούς ήταν τα "πνευστά" και για άλλους τα "κρουστά" όργανα. Ο Αθήναιος λέει (ΙΔ', 636C, 38): "και άλλα πλείονα, τα μεν έγχορδα, τα δε ένηχα κατεσκεύαζον" (και πολλά άλλα [όργανα] κατασκεύαζαν, από τα οποία άλλα ήταν έγχορδα και άλλα ένηχα). Δύο από τους μεταφραστές, ο Gulick και ο Schweighauser, μεταφράζουν "κρουστά όργανα"· LSJ και Δημ.: "πνευστά όργανα".
Βλ. και Ανών. Bell. σημ. 17, σσ. 27-28.
|
|