εννεάφθογγον μέλος· $μέλος* που έχει εννιά νότες. Επίσης, εννεάφωνος, -ον.
Aug. Nauck Trag. Gr. Fragm. (Λιψία 1926): "τον γαρ Ορφέα λαβών αυτών τε μουσών εννεάφθογγον μέλος" (Adesp. αρ. 419, σ. 920). , μέλος· μέλος που έχει εννιά νότες. Επίσης, εννεάφωνος, -ον. Aug. Nauck Trag. Gr. Fragm. (Λιψία 1926): "τον γαρ Ορφέα λαβών αυτών τε μουσών εννεάφθογγον μέλος" (Adesp. αρ. 419, σ. 920).
|
|