ένρυθμος καί έρρυθμος· ρυθμικός. Αθήν. (ΙΔ', 631Β, 30): "γυμνοί γάρ ορχούνται οι παίδες πάντες ερρύθμους (ή ενρύθμους) φοράς τινας αποτελούντες" (γιατί όλα τ' αγόρια χορεύουν γυμνά εκτελώντας ορισμένες ρυθμικές κινήσεις).
ενρύθμως (και ερρύθμως)· ρυθμικά, με ρυθμό. Ο Αθήναιος (ό.π.) γράφει: "κινούντες ερρύθμως τους πόδας".
Η λέξη ένρυθμος πρέπει να διακρίνεται από τη λ. $εύρυθμος*
, καί έρρυθμος· ρυθμικός. Αθήν. (ΙΔ', 631Β, 30): "γυμνοί γάρ ορχούνται οι παίδες πάντες ερρύθμους (ή ενρύθμους) φοράς τινας αποτελούντες" (γιατί όλα τ' αγόρια χορεύουν γυμνά εκτελώντας ορισμένες ρυθμικές κινήσεις). ενρύθμως (και ερρύθμως)· ρυθμικά, με ρυθμό. Ο Αθήναιος (ό.π.) γράφει: "κινούντες ερρύθμως τους πόδας". Η λέξη ένρυθμος πρέπει να διακρίνεται από τη λ. εύρυθμος
|
|