ένωδος ή ενωδός· μελωδικός, μουσικός (επίθ.), Νικόμ. (Εγχ. 2): "του της ενωδού φωνής τόπου" (της θέσης της μουσικής φωνής [μουσικού ήχου]). Τόπος είναι μια θέση στην έκταση της φωνής· βλ. λ. $τόπος*.
ενωδώς· μελωδικά. Νικόμ. (ό.π.): "δι' έμμελείας και ενωδώς προχωρεί" (προχωρεί μελωδικά). , ή ενωδός· μελωδικός, μουσικός (επίθ.), Νικόμ. (Εγχ. 2): "του της ενωδού φωνής τόπου" (της θέσης της μουσικής φωνής [μουσικού ήχου]). Τόπος είναι μια θέση στην έκταση της φωνής· βλ. λ. τόπος. ενωδώς· μελωδικά. Νικόμ. (ό.π.): "δι' έμμελείας και ενωδώς προχωρεί" (προχωρεί μελωδικά).
Συν. ενωδός
|
|