Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

ένωδος

ή ενωδός· μελωδικός, μουσικός (επίθ.), Νικόμ. (Εγχ. 2): "του της ενωδού φωνής τόπου" (της θέσης της μουσικής φωνής [μουσικού ήχου]). Τόπος είναι μια θέση στην έκταση της φωνής· βλ. λ. $τόπος*. ενωδώς· μελωδικά. Νικόμ. (ό.π.): "δι' έμμελείας και ενωδώς προχωρεί" (προχωρεί μελωδικά).

, ή ενωδός· μελωδικός, μουσικός (επίθ.), Νικόμ. (Εγχ. 2): "του της ενωδού φωνής τόπου" (της θέσης της μουσικής φωνής [μουσικού ήχου]). Τόπος είναι μια θέση στην έκταση της φωνής· βλ. λ. τόπος.
ενωδώς· μελωδικά. Νικόμ. (ό.π.): "δι' έμμελείας και ενωδώς προχωρεί" (προχωρεί μελωδικά).

Συν. ενωδός



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: