έξαυλος $αυλός* που φθάρθηκε, που έγινε άχρηστος. Το ρ. εξαυλούμαι, χρησιμοποιούμενο για τις $γλωσσίδες*γλωττίς| του αυλού, σήμαινε φθείρομαι, αχρηστεύομαι.
Ο Πολυδεύκης (IV, 73) λέει: "εξηυλημέναι γλώτται, αι παλαιαί" (εξηυλημέναι γλωσσίδες, οι παλιές, που έχουν καταστεί άχρηστες). , αυλός που φθάρθηκε, που έγινε άχρηστος. Το ρ. εξαυλούμαι, χρησιμοποιούμενο για τις γλωσσίδες του αυλού, σήμαινε φθείρομαι, αχρηστεύομαι. Ο Πολυδεύκης (IV, 73) λέει: "εξηυλημέναι γλώτται, αι παλαιαί" (εξηυλημέναι γλωσσίδες, οι παλιές, που έχουν καταστεί άχρηστες).
|
|