Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

διαύλειον

(από το δια+αυλός). Μονωδία αυλού (σόλο αυλός) που παρεμβαλλόταν (σαν  ιντερλούδιο) μεταξύ των απαγγελλόμενων και των αδόμενων μερών του αρχαίου δράματος. Λεγόταν και "μεσαύλειον".

,





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: