(από το δια+αυλός). Μονωδία αυλού (σόλο αυλός) που παρεμβαλλόταν (σαν ιντερλούδιο) μεταξύ των απαγγελλόμενων και των αδόμενων μερών του αρχαίου δράματος. Λεγόταν και "μεσαύλειον".