άκρος στον πληθ. άκροι, οι ακρινές νότες (ή χορδές) ενός $τετράχορδου*τετράχορδον| ή $συστήματος*σύστημα|. Οι νότες που βρίσκονταν στα δύο άκρα του τετράχορδου ήταν αμετακίνητες (βλ. λ. $εστώτες*)· οι νότες που ήταν ανάμεσα στα άκρα λέγονταν $μέσοι*μέσος| (φθόγγοι).
, στον πληθ. άκροι, οι ακρινές νότες (ή χορδές) ενός τετράχορδου ή συστήματος. Οι νότες που βρίσκονταν στα δύο άκρα του τετράχορδου ήταν αμετακίνητες (βλ. λ. εστώτες)· οι νότες που ήταν ανάμεσα στα άκρα λέγονταν μέσοι (φθόγγοι).
|
|