διμαγγείον Αρχαία ελλ. ονομασία για τον άσκαυλο-τσαμπούνα (δύο+αγγείον) που διατηρείται ακόμα στους Πόντιους. Είναι άλλωστε γνωστή η παροιμία:"[ Αμ`ον διμαγγε~ιον μίαν [αδ`α κα`ι μίαν [ακε~ι" ("ασκί φουσκωμένο, μια από 'δώ και μια από 'κεί") που λεγόταν όταν κάποιος δεν είχε σταθερή διαμονή. ,
|
|