ΔιόνυσοςΟ Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του γλεντιού, ο πασίχαρος, ο ηδονιστής, που δουλειά του είναι να οδηγεί τους χορούς με τον ήχο των αυλών, να γελάει και να διώχνει τις έννοιες μας ("ος τάδ' {εχει, θιασεύειν τε χορο~ις μετ`α τ' α[υλο~υ γελάσαι, [αποπα~υσαί τε μερίμνας":"Βάκχες", Σ' 379) ήταν στην αρχαία Ελλάδα ένας θεός λαϊκός, περιφρονημένος από την αριστοκρατία (που τον αντικαθιστούσε με τον Απόλλωνα). `Ηταν θεός των γυναικών, των δούλων και όλων των ελεύθερων ψυχών που αναζητούσαν μια θρησκευτική εμπειρία αντίθετη προς την επίσημη λατρεία (και αποδεσμευμένη από τους εξαναγκασμούς που συνυφαίνονταν με την ένταξη στην κατεστημένη λατρεία). Αν και στη λατρεία του θεού υπήρχαν παμπάλαια στοιχεία απο προελληνικούς χρόνους (αν υπήρξαν ποτέ τέτοιοι), στο έπος ήταν σχεδόν άγνωστος. Πιθανότατα, γιατί η αριστοκρατία που αρεσκόταν στο έπος περιφρονούσε τις λαϊκές δοξασίες και τελετουργίες (όπως εκείνες του Διονύσου). Γι αυτό και ο Διόνυσος αναφέρεται μόνο μια φορά στην "Ιλιάδα"(στο επεισόδιο του Διομήδη με τον Γλαύκο:Ζ, 130) Ο Διόνυσος είχε επίσης άμεση σχέση με τη φύση. Σάτυροι (Σειληνοί) και Μαινάδες (Βάκχες) σχημάτιζαν την ακολουθία του. `Ηταν επομένως φυσικό στην Αρκαδία (και σε άλλα βουκολικά μέρη) να είναι ίσος με τον Δία και τον Ποσειδώνα. `Ετσι το άγαλμα του Διός Φιλίου στη Μεγαλόπολη έμοιαζε με τον Διόνυσο (φορούσε κοθόρνους και κρατούσε στο ένα χέρι ποτήρι και στο άλλο, θύρσο). Θεωρείται η πιο παράξενη και πολυσύνθετη θεότητα του Ελληνικού Πανθέου. Ονομαστά έχουν μείνει τα "όργια"που πραγματοποιούνταν προς τιμήν του. Ο χαρακτήρας των Διονυσιακών "οργίων"ποίκιλε από τόπον σε τόπο, αλλά δεν αμφιβάλλουμε ότι περιλάμβανε όργια γυναικών με τον εκστατικό τύπο που περιγράφει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (4, β):"Δι`ο κα`ι παρ`α πολλα~ις τ~ων ] Ελληνίδων πόλεων δι`α τρι~ων [ετ~ων βακχε~ια τε γυναικ~ων [αθροίζεσθαι κα`ι τα~ις παρθένοις νόμιμον ε@ιναι θυρσοφορε~ιν κα`ι συνενθουσιάζειν ε[υαγούσαις κα`ι τιμώσαις τ`ον θε`ον τ`ας δ`ε γυνα~ικας κατ`α συστήματα θυσιάζειν τ~?ω θε~?ω κα`ι βακχεύειν, κα`ι καθόλου τ`ην παρουσίαν ]υμνε~ιν το~υ Διονύσου μιμουμένας τ`ας ]ιστορουμένας τ`ο παλαι`ον παρεδρεύειν τ~?ω θε~?ω μαινάδας". Επίσης, ότι συχνά, αν και όχι πάντα, ακολουθούσαν νυχτερικές ορειβασίες ή νυχτερινοί χοροί:"α]ι περ`ι τ`ον Διόνυσον γυνα~ικες, ας Θυάδας [ονομάζουσιν, [εκμανε~ισαι κα`ι περιπλανηθε~ισαι νυκτ`ος..." (Πλούταρχος "Ηθικ. Γυν."13, 249). Τα "όργια"αυτά είναι η πιο τυπική έκφραση του Διονύσου. Σ' αυτά ο Διονυσιακός παραλογισμός προσεγγίζοντας έναν κόσμο υπερφυσικό, ωθείται να επικοινωνήσει με το υπερπέραν... Επικρατεί η απελπισμένη ανάγκη ενός κόσμου "απόκρυφου", μέσα στον οποίο να κυριαρχεί ο χορός και η χαρά. Είναι η αναζήτηση μιας καταφυγής, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις καθημερινές απασχολήσεις, τις υποχρεωτικές "δουλείες". Η "τρέλλα"του Διονυσιασμού είναι ιερή, "ένθεη". Το ηθικό δίδαγμα των "οργίων"είναι η έξαρση της θείας "μανίας"(και φυσικά επικρατεί ταραχή που πιθανόν να αγγίζει τον "τρόμο", γιατί ο θεός είναι ανήσυχος και η "μανία"είναι λειτουργία του). Οι Σκύθες κατηγορούσαν τους `Ελληνες ότι αναγνώριζαν για θεό τον Διόνυσο, που έκανε τους ανθρώπους να μαίνονται:"Σκύθαι δ`ε το~υ βακχεύειν περ`ι Ελλησι [ονειδίζουσι' ο[υ γ`αρ φασι ε[ικ`ος ε@ιναι θε`ον [εξευρίσκειν το~υτον οστις μαίνεσθαι [ενάγει [ανθρώπους" (Ηρόδοτος Δ, 79,3). Ο Σωκράτης ("Φαίδρος", 244) ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη:"ν~υν δ`ε τ`α μέγιστα τ~ων [αγαθ~ων ]ημ~ιν γίγνεται δι`α μανίας θεί?α μέντοι δόσει διδομένης". Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η μανία είναι "θείο δώρο"και αναφέρει 4 τύπους "μανίας":α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον `Ερωτα):"Τ~ης δ`ε θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικ`ην μ`εν [επίπνοιαν [ Απόλλωνος θέντες, Διονύσου δ`ε τελεστικ`ην, Μουσ~ων δ' α@υ ποιητικ`ην, τετάρτην δ`ε [ Αφροδίτης κα`ι { Ερωτος, [ερωτικ`ην μανίαν". Η Διονυσιακή "μανία"είναι ομαδική και μεταδοτική:"...θιασεύεται ψυχάν, [εν {ορεσι βακχεύων ]οσίοις καθαρμο~ισιν" ("Βάκχες", 75). Οι δυο τεχνικές του Διονύσου είναι το κρασί κι ο χορός` σκοπός του δε η "κάθαρσις"με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην "κάθαρσιν", δηλαδή:στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Κι ο Διόνυσος είναι ο "Ελευθέριος"και ο "Λύσιος"θεός (δηλαδή, ο Απελευθερωτής θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί). Στην συντηρητική αρχαία κοινωνία (με τις γυναίκες αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες) οι Μαινάδες (ή Βάκχες), οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φαντάζουν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άγριες κραυγές. Έτσι, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, γίνεται ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο` η Διονυσιακή έκσταση πραγματώνει επιτέλους την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας:"το εκτός εαυτού". Αυτοί οι "οργιαστικοί"χοροί συνοδεύονταν από αντίστοιχη "οργιαστική"μουσική που την έπαιζαν "οργιαστικά"όργανα, όπως:τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα και ο φρυγικός αυλός:"ο[υκ [εστιν α[υλ`ος [ηθικ`ον [αλλ`α μ~αλλον [οργιαστικ`ον" (Αριστοτέλης "Πολιτικά", 1341 α). `Ετσι, μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης ("Βάκχες"757) τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει ("[επ`ι δ`ε βοστρύχοις π~υρ {εφερον, ο[υδ' {εκαιεν") γιατί, ως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούλησιν (προς φθόνο των όποιων "υπερμοντέρνων") είτε μια ιδανική "υπέρβαση"είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες... `Οπως κι αν είχαν τα πράγματα, "{εμφρονες δ`ε ο@υσαι ο[υ" ... (Πλάτων "Ιων", 534 α). Ιδιαιτέρως επίσης πρέπει να τονιστεί, ότι από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό (και το παγκόσμιο) θέατρο, κάτι που μας επιτρέπει, και δικαίως, να θεωρούμε τον γιο του Δία και της Σεμέλης ως θεό της ποίησης και της μουσικής. Σ'αυτό άλλωστε συνηγορούν οι 2 τελευταίοι στίχοι (58-59) του Ομηρικού `Υμνου «στον Διόνυσο» (σε μετάφραση δική μας):
«Χα~ιρε τέκος Σεμέλης ε[υώπιδος` ο[υδέ πη {εστι
σε~ιό γε ληθόμενον γλυκερ`ην κοσμ~ησαι [αοιδήν».
δηλαδή
«Γεια σου παιδί της όμορφης Σεμέλης·όποιος σε λησμονήσει
δεν θα μπορέσει ούτε στιγμή γλυκόφθογγο τραγούδι να τονίσει».
(Για τον "θεατρικό"Διόνυσο, βλ. Διονύσια και στα επιμέρους λήμματα. Βλ. επίσης Κορύβαντες).
,