επιθαλάμιον $μέλος*, ή επιθαλάμιος $ωδή*· γαμήλιο τραγούδι, που το τραγουδούσε χορός κοριτσιών και νέων μπροστά στο νυμφικό θάλαμο. Υπήρχαν δύο είδη: (α) το κατακοιμητικόν, που τραγουδιόταν τη νύχτα, και (β) το διεγερτικόν, που τραγουδιόταν το πρωί.
βλ. λ. $υμέναιος*. , μέλος, ή επιθαλάμιος ωδή· γαμήλιο τραγούδι, που το τραγουδούσε χορός κοριτσιών και νέων μπροστά στο νυμφικό θάλαμο. Υπήρχαν δύο είδη: (α) το κατακοιμητικόν, που τραγουδιόταν τη νύχτα, και (β) το διεγερτικόν, που τραγουδιόταν το πρωί. βλ. λ. υμέναιος.
|
|