ιά διπλοπεν(ν)Μουσικός όρος της λαϊκής μουσικής, που χαρακτηρίζει την εναλλασσόμενη συνήχηση 2 χορδών στο μπουζούκι. Ο εκτελεστής εναλλάσσει την κρούση της πένας του στο ίδιο ζεύγος χορδών, σε αξίες μικρότερες από την αξία που έχει ο φθόγγος της μελωδίας (π.χ. για κάθε τέταρτο της μελωδίας παίζονται 4 δέκατα-έκτα). Ο Ηλίας Πετρόπουλος βρίσκει καταφανή συγγένεια με τη διπλοβεργιά του νταουλιού (διπλά και τριπλά χτυπήματα μέσα στη χρονική μονάδα). ,
|
|