δομέστικος ή δομέστιχος Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη "domesticus"(που σημαίνει τον "οικιακό", τον "αφοσιωμένο στον οίκο", domus:οίκος). Το θηλυκό είναι "δομεστίκισσα". Στο "Μέγα Ευχολόγιο", το οφφίκιο του δομέστικου ανήκει στον αριστερό χορό των αξιωμάτων (9ο στη σειρά), ενώ στο "Σύνταγμα των Ιερών Κανόνων"(έκδ. Κ. Ράλλη - Μ. Ποτλή) είναι 4ο στη Β' πεντάδα του αριστερού χορού. Ανάλογα με τα ιδιαίτερα καθήκοντά τους, οι δομέστικοι διακρίνονται σε "πατριαρχικούς", "του άμβωνος", "των θυρών"(του πατριαρχικού ή επισκοπικού οίκου), κ.λπ. Στη μουσική εκκλ. τάξη, "δομέστικος"λέγεται ο "εξάρχων", ο επικεφαλής "αρχωδός"και επιστάτης τόσο των μελωδιών όσο και των μελωδών. "Δομέστικος των ψαλτών"λεγόταν ο πρωτοψάλτης, για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους (βλ. πρωτοψάλτης). Στην εκκλησία υπήρχαν 2 (ο του δεξιού και ο του αριστερού χορού) που λέγονταν:"του 1ου"και "του 2ου"χορού. Οι 2 αυτοί δομέστικοι στέκονταν στους δύο χορούς (μαζί με τον πρωτοψάλτη) και ψάλλοντας φορούσαν την ώρα της λειτουργίας Στιχάριο, όπως και ο πρωτοψάλτης ("λευκ`α καμίσια [επάνω τ~ων [ιματίων α[υτ~ων"{η "σφικτούρια"). Ο δομέστικος ονομαζόταν και "μαΐστωρ", δηλαδή δάσκαλος ή πατέρας της μουσικής (που κατέχει έξοχα μουσικά προτερήματα και είναι γνωστός για τα μουσικά του πεπραγμένα). Το προνόμιο (οφφίκιο) του δομέστικου λεγόταν:"Δομεστικείο", "Δομεστίκιο", "Δομεστικάτο". ,
|
|