ακρότητος στην περίπτωση ενός οργάνου: εκείνο που δεν παίχτηκε, που δεν χτυπήθηκε (για να παίξει). Επομένως, εκείνο που δεν έχει βγάλει ήχο. Κατ' επέκταση, ακρότητα λέγονταν εκείνα που δεν ηχούν μαζί ή ευφωνικά· που ηχούν διάφωνα, έξω από τον τόνο, έξω από το ρυθμό. "Μέλη πάραυλα κ' ακρότητα κύμβαλα" = μέλη (τραγούδια) παράτονα, και κακόφωνα (ή μη συγχρονισμένα) $κύμβαλα* (Trag. Adesp. 93, Nauck TGF 857).
, στην περίπτωση ενός οργάνου: εκείνο που δεν παίχτηκε, που δεν χτυπήθηκε (για να παίξει). Επομένως, εκείνο που δεν έχει βγάλει ήχο. Κατ' επέκταση, ακρότητα λέγονταν εκείνα που δεν ηχούν μαζί ή ευφωνικά· που ηχούν διάφωνα, έξω από τον τόνο, έξω από το ρυθμό. "Μέλη πάραυλα κ' ακρότητα κύμβαλα" = μέλη (τραγούδια) παράτονα, και κακόφωνα (ή μη συγχρονισμένα) κύμβαλα (Trag. Adesp. 93, Nauck TGF 857).
|
|