Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

επιπόρπημα

και επιπόρπαμα· το ειδικό ένδυμα του $κιθαρωδού*κιθαρωδός|· είδος μανδύα που κουμπωνόταν στον ώμο. Πολυδ. (Χ, 190): "επιπόρπαμα δε κιθαρωδού σκευή".

, και επιπόρπαμα· το ειδικό ένδυμα του κιθαρωδού· είδος μανδύα που κουμπωνόταν στον ώμο. Πολυδ. (Χ, 190): "επιπόρπαμα δε κιθαρωδού σκευή".





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: