δώρο Η τόσο ευχάριστη και παντοιοτρόπως καλοδεχούμενη αυτή λέξη έχει σχέση με την ελλ. Μουσική και τον Χορό, γιατί αφορά στα διάφορα νομίσματα (ή χρηματικά ποσά) που προσφέρονται στους λαϊκούς οργανοπαίκτες και τους χορευτές (ιδίως των γαμήλιων χορών) την ώρα της «δράσης» τους. Μια τέτοιου είδους παροχή ποτέ δεν χρησιμοποιεί τα ρήματα «δωρίζω», «παραχωρώ», «χαρίζω» ή «πληρώνω», αλλά τα κατά τόπους συνώνυμά τους, όπως:«ασημώνω», «κερνάω», «πλουμίζω», «ραίνω», «βουλώνω», «χαρτζιλικώνω», «μπαχτσισώνω», κ.λπ. Ομοίως το χρηματικό αντίτιμο του δώρου παίρνει διάφορες ονομασίες, όπως «κέρασμα», «ασήμωμα», «μαντήλωμα», «μπαχτσίσι», «τζιχίνι», «στρίνα», «φερτάσι», «τσακάτι», κ.λπ. ,
|
|