επίτασις τέντωμα χορδής· επομένως, η κίνηση από ένα χαμηλότερο φθόγγο σε έναν ψηλότερο· ο όρος αυτός εφαρμοζόταν μεταφορικά και σε πνευστά και στη φωνή ακόμα. Αντίθ. $άνεσις*
Ο $Αριστόξενος* (Αρμ. I, Mb 10, 24-25) καθορίζει: "η μεν ουν επίτασις εστι κίνησις της φωνής συνεχής εκ βαρυτέρου τόπου εις οξύτερον" (επίταση είναι η συνεχής κίνηση της φωνής από μια χαμηλότερη θέση σε μια ψηλότερη). Ο $Βακχείος ο Γέρων* (Εισ. 45) λέει: "επίτασις εστι κίνησις μελών από του βαρύτερου επί το οξύτερον" (επίταση είναι κίνηση μελωδιών από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη). Και ο $Αριστείδης* (Περί μουσικής, 8 Mb, 7 R.P.W.-I.) καθορίζει την επίταση κατά παρόμοιο τρόπο.
Ο Αριστόξενος (Ι, 10, 35) λέει πως πολλοί ταυτίζουν (κατά λάθος) την επίταση με το ύψος (την οξύτητα) και την άνεση με το βάθος (βαρύτητα) του ήχου.
Στον Ανώνυμο (Bell. 22, 4) και στον $Βρυέννιο*Βρυέννιος| (Wallis III, 479) η επίταση εξηγείται όπως η $ανάδοσις* και ονομάζεται από μερικούς "υφέν από μέσα" ("επίτασις, ήτοι ανάδοσις· ην τίνες καλούσιν υφ' έν έσωθεν"· Ανών.).
Πρβ. λ. $έκκρουσις*. , τέντωμα χορδής· επομένως, η κίνηση από ένα χαμηλότερο φθόγγο σε έναν ψηλότερο· ο όρος αυτός εφαρμοζόταν μεταφορικά και σε πνευστά και στη φωνή ακόμα. Αντίθ. άνεσις
Ο Αριστόξενος (Αρμ. I, Mb 10, 24-25) καθορίζει: "η μεν ουν επίτασις εστι κίνησις της φωνής συνεχής εκ βαρυτέρου τόπου εις οξύτερον" (επίταση είναι η συνεχής κίνηση της φωνής από μια χαμηλότερη θέση σε μια ψηλότερη). Ο Βακχείος ο Γέρων (Εισ. 45) λέει: "επίτασις εστι κίνησις μελών από του βαρύτερου επί το οξύτερον" (επίταση είναι κίνηση μελωδιών από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη). Και ο Αριστείδης (Περί μουσικής, 8 Mb, 7 R.P.W.-I.) καθορίζει την επίταση κατά παρόμοιο τρόπο. Ο Αριστόξενος (Ι, 10, 35) λέει πως πολλοί ταυτίζουν (κατά λάθος) την επίταση με το ύψος (την οξύτητα) και την άνεση με το βάθος (βαρύτητα) του ήχου. Στον Ανώνυμο (Bell. 22, 4) και στον Βρυέννιο (Wallis III, 479) η επίταση εξηγείται όπως η ανάδοσις και ονομάζεται από μερικούς "υφέν από μέσα" ("επίτασις, ήτοι ανάδοσις· ην τίνες καλούσιν υφ' έν έσωθεν"· Ανών.). Πρβ. λ. έκκρουσις.
|
|