επιτόνιον (α) "κλειδί" με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές· στριφτάρι, $κόλλαβος*
(β) επιστόμιο αυλού
(γ) μικρός $αυλός* (αυλίσκος) που χρησίμευε στο κούρδισμα των οργάνων και ως "τονοδότης" για το χορό (χορωδία). , (α) "κλειδί" με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές· στριφτάρι, κόλλαβος (β) επιστόμιο αυλού (γ) μικρός αυλός (αυλίσκος) που χρησίμευε στο κούρδισμα των οργάνων και ως "τονοδότης" για το χορό (χορωδία).
|
|