επιψαλμός συνοδεία με $έγχορδο όργανο*έγχορδα| που παιζόταν με τα δάχτυλα (χωρίς $πλήκτρον*).
Βλ. Πτολ. Αρμ. ΙΙ, 12, και τα λ. $ψαλμός* και $ψάλλω*. , συνοδεία με έγχορδο όργανο που παιζόταν με τα δάχτυλα (χωρίς πλήκτρον).
Βλ. Πτολ. Αρμ. ΙΙ, 12, και τα λ. ψαλμός και ψάλλω.
|
|