επτάγλωσσος επίθετο της $φόρμιγγας*φόρμιγξ| ή της $λύρας*λύρα|· που έχει επτά χορδές. Συνώνυμο του $επτάφθογγος*.
$Πίνδαρος* (PLG Ι, 207, 5ος Νεμεόνικος, 24): "εν δε μέσας φόρμιγγ' Απόλλων επτάγλωσσον χρυσέω πλήκτρω διώκων" (στη μέση [του χορού των Μουσών] ο Απόλλων παίζοντας με χρυσό $πλήκτρο*πλήκτρον| την επτάχορδη φόρμιγγα). , επίθετο της φόρμιγγας ή της λύρας· που έχει επτά χορδές. Συνώνυμο του επτάφθογγος. Πίνδαρος (PLG Ι, 207, 5ος Νεμεόνικος, 24): "εν δε μέσας φόρμιγγ' Απόλλων επτάγλωσσον χρυσέω πλήκτρω διώκων" (στη μέση [του χορού των Μουσών] ο Απόλλων παίζοντας με χρυσό πλήκτρο την επτάχορδη φόρμιγγα).
|
|