επτάτονος που έχει επτά τόνους (= νότες, χορδές). Συνώνυμο του $επτάφθογγος* και $επτάχορδος*.
Ευριπ. (Ηρακλής 683-684): "παρά τε χέλυος επτατόνου μολπάν" (και όπου η επτάχορδη χέλυς ηχεί).
Επίσης, βλ. $Ίων ο Χίος*Ίων| (Bergk PLG ΙΙ, 253, απόσπ. 3), και λ. $τετράγηρυς*.
, που έχει επτά τόνους (= νότες, χορδές). Συνώνυμο του επτάφθογγος και επτάχορδος. Ευριπ. (Ηρακλής 683-684): "παρά τε χέλυος επτατόνου μολπάν" (και όπου η επτάχορδη χέλυς ηχεί). Επίσης, βλ. Ίων ο Χίος (Bergk PLG ΙΙ, 253, απόσπ. 3), και λ. τετράγηρυς.
|
|