εμμέλεια Μία από τις τρεις γενικότερες ορχήσεις του αρχαίου ελλ. θεάτρου, που προοριζόταν μόνο για την τραγωδία (γι' αυτό ονομαζόταν και "τραγική"). Ανήκε στους λεγόμενους "ειρηνικούς"χορούς (σε αντίθεση προς τους πολεμικούς ή "πυρρίχιους") και ήταν σεμνή, ευγενής, αργή, σοβαρή και σύμφωνη προς τη μεγαλοπρέπεια της τραγωδίας, εκφράζοντας με λιτότητα λόγου τα συναισθήματα είτε του χορού (στην ορχήστρα) είτε των υποκριτών (στη σκηνή). Η κίνηση (και ο ρυθμός) ήταν συνήθως ήρεμη και συγκρατημένη, παρουσιάζοντας κάποτε σχετική μόνο ένταση, όταν π.χ. ήθελε να προετοιμάσει τον θεατή για γεγονότα εξαιρετικά ευχάριστα (Σοφοκλής:"Τραχίνιαι"και "Αίας") ή για εξαιρετικά δυσάρεστα (Αισχύλος:"Επτά επί Θήβας"). Επίσης "εμμέλεια"σημαίνει την τέλεια αρμονία στη μουσική και την ομιλία, τον απαλό και "προσήκοντα"τόνο φωνής, την "εν γένει"αρμονία και ευρυθμία και μεταφορικά, την ευπρέπεια και κοσμιότητα. ,
|
|