επτάχορδος που έχει επτά χορδές, λ.χ. επτάχορδος $λύρα*· επτάχορδον (το)· κλίμακα με επτά νότες. Επτάχορδον $σύστημα*·
βλ. λ. $λύρα*.
Επτάχορδον (ουσ.) ήταν ένα μουσικό όργανο με επτά χορδές (Δημ.). , που έχει επτά χορδές, λ.χ. επτάχορδος λύρα· επτάχορδον (το)· κλίμακα με επτά νότες. Επτάχορδον σύστημα· βλ. λ. λύρα.
Επτάχορδον (ουσ.) ήταν ένα μουσικό όργανο με επτά χορδές (Δημ.).
|
|