εριβρεμέτης ηχηρός· που ηχεί πολύ δυνατά· αυλός εριβρεμέτης· $αυλός* που ηχεί πολύ δυνατά, μεγαλόφωνα. Επίσης, ερίβρομος και εριβρεμής. Από το ερι- (Ησ.: "πολύ, μέγα, ισχυρόν") και βρέμω, βουίζω, αντηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο (πάταγο). , ηχηρός· που ηχεί πολύ δυνατά· αυλός εριβρεμέτης· αυλός που ηχεί πολύ δυνατά, μεγαλόφωνα. Επίσης, ερίβρομος και εριβρεμής. Από το ερι- (Ησ.: "πολύ, μέγα, ισχυρόν") και βρέμω, βουίζω, αντηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο (πάταγο).
|
|