ευάρμοστος καλά τονισμένος, καλά κουρδισμένος, καλά αρμοσμένος (βλ. λ. $ηρμοσμένος*). Αντίθ. $ανάρμοστος*. $Πλάτων* (Νόμοι Β', 655Α): "εύρυθμον και ευάρμοστον, εύχρων δε μέλος" (εύρυθμη και εναρμονισμένη και καλά χρωματισμένη μελωδία).
ευαρμοστία· καλό, αρμονικό κούρδισμα ή ταίριασμα, προσαρμοστικότητα. $Πλάτων* (Πρωταγόρας 326Β): "πάς γάρ ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται" (γιατί όλη η ζωή του ανθρώπου χρειάζεται καλή ρυθμική και αρμονική τακτοποίηση [ρύθμιση])· κατ' άλλους "έχει ανάγκη από τις χάρες του ρυθμού και της αρμονίας" (W. R. Μ. Lamb) ή "χρειάζεται ευρυθμία και προσαρμοστικότητα" (Β. Ν. Τατάκης). , καλά τονισμένος, καλά κουρδισμένος, καλά αρμοσμένος (βλ. λ. ηρμοσμένος). Αντίθ. ανάρμοστος. Πλάτων (Νόμοι Β', 655Α): "εύρυθμον και ευάρμοστον, εύχρων δε μέλος" (εύρυθμη και εναρμονισμένη και καλά χρωματισμένη μελωδία). ευαρμοστία· καλό, αρμονικό κούρδισμα ή ταίριασμα, προσαρμοστικότητα. Πλάτων (Πρωταγόρας 326Β): "πάς γάρ ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται" (γιατί όλη η ζωή του ανθρώπου χρειάζεται καλή ρυθμική και αρμονική τακτοποίηση [ρύθμιση])· κατ' άλλους "έχει ανάγκη από τις χάρες του ρυθμού και της αρμονίας" (W. R. Μ. Lamb) ή "χρειάζεται ευρυθμία και προσαρμοστικότητα" (Β. Ν. Τατάκης).
|
|